- προσενδαψιλεύομαι
- Αδίνω παραπάνω από όσα συμφωνήθηκαν, δίνω ως επίμετρο («δεῑ καὶ τρίτον τῶν φοβερῶν προσενδαψιλεύεσθαι, τὸν λιμόν», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐνδαψιλεύομαι «χορηγώ με αφθονία, απλόχερα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.